σφραγιδοφύλακας

σφραγιδοφύλακας
Ανώτατος κρατικός υπάλληλος, στον οποίο είχε ανατεθεί η φύλαξη της μεγάλης σφραγίδας του Κράτους. Το αξίωμα αυτό δημιουργήθηκε από πολύ παλιά στην Αγγλία, όπου ο λόρδος καγκελλάριος τηρούσε τη μεγάλη σφραγίδα του Κράτους, με την οποία πιστοποιούνταν η υπογραφή του βασιλιά στα δημόσια έγγραφα. Από το γεγονός αυτό έφερε τον τίτλο του λόρδου μεγάλου σ. Σε όποιες περιπτώσεις δεν υπήρχε λόρδος καγκελλάριος το ρόλο αυτό ανάθεταν σε ανώτατο κρατικό λειτουργό. Έτσι δημιουργήθηκε σταδιακά, παράλληλα με το αξίωμα του λόρδου καγκελλάριου και το ισόβαθμο αξίωμα του λόρδου σ. Στη Γερμανία το αξίωμα του σ. διατηρήθηκε ως το 1806. Στη Γαλλία και στην Ελλάδα σ. είναι κάθε φορά υπουργός Δικαιοσύνης.
* * *
ο / σφραγιδοφύλαξ, -ακος, ΝΑ
νεοελλ.-μσν.
(κυρίως ως αξίωμα ανώτερου κρατικού λειτουργού)
ο φύλακας τής σφραγίδας και, κυρίως, ο φύλακας τής μεγάλης σφραγίδας τού κράτους, θεσμός που αναπτύχθηκε από τον 11ο αιώνα, ιδίως στην Αγγλία, στη Γαλλία και στη Γερμανία
αρχ.
κοιλότητα σε δαχτυλίδι για τη στερέωση σφραγιδολίθου, πυελίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφραγίς, -ίδος + φύλαξ, -ακος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σφραγιδοφύλακας — ο φύλακας της μεγάλης σφραγίδας του κράτους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βουλλάριος — βουλλάριος, ο (Μ) γραμματέας σφραγιδοφύλακας Μητροπόλεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. βούλλα βλ. λ.] …   Dictionary of Greek

  • δακτύλιος — Το δακτυλίδι (βλ. λ.)· οτιδήποτε έχει το σχήμα δακτυλιδιού. Υπό μία πιο μεταφορική σημασία, δ. ονομάζεται και μία περιμετρική ζώνη, όπως για παράδειγμα ο αποκαλούμενος δ. της Αθήνας, δηλαδή η ζώνη επιτρεπόμενης κυκλοφορίας των οχημάτων στο κέντρο …   Dictionary of Greek

  • μουχουρντάρης — ο (επί τουρκοκρατίας) σφραγιδοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. muhurdar < muhur «σφραγίδα»] …   Dictionary of Greek

  • παρακοιμώμαι — άομαι, ΝΜΑ, παρακοιμούμαι και παρακοιμάμαι Ν κοιμάμαι δίπλα σε κάποιον προκειμένου να τόν φυλάω από τυχόν κινδύνους νεοελλ. μσν. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως ουσ.) ο παρακοιμώμενος (στο Βυζάντιο) αξιωματούχος, επικεφαλής όλων τών κοιτωναρίων, δηλαδή… …   Dictionary of Greek

  • σφραγιδοφύλαξ — ακος, ὁ, Α βλ. σφραγιδοφύλακας …   Dictionary of Greek

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

  • Βάκων — I (Ίλτσεστερ, Σόμερσετ 1214 – 1292;). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Άγγλου φιλόσοφου Ρότζερ Μπέικον (Roger Bacon). Σπούδασε στην Οξφόρδη και στο Παρίσι και γύρω στο 1252 μπήκε στο τάγμα των Φραγκισκανών μοναχών. Η κλίση του όμως προς την… …   Dictionary of Greek

  • Κάσλρι, Ρόμπερτ Στιούαρτ, υποκόμης του- — (Robert Stewart, viscount of Castlereagh, Μάουντ Στιούαρτ, Ιρλανδία 1769 – Νορθ Κρέιζ, Κεντ 1822). Ιρλανδός πολιτικός. Ήταν μαρκήσιος του Λοντοντέρι, βουλευτής στο ιρλανδικό κοινοβούλιο (1790) και σφραγιδοφύλακας της κυβέρνησης (1796). Μετά την… …   Dictionary of Greek

  • Κλάρεντον, κόμης του- — (Εarl of Clarendon). Τίτλος που αποδόθηκε στις οικογένειες Άγγλων ευγενών των Χάιντ και Βίλιερς στην Αγγλία. 1. Έντουαρντ Χάιντ (Edward Hyde, 1609 – 1674). Άγγλος πολιτικός και ιστορικός, Α’ κ. του Κ. Σπούδασε νομικά στην Οξφόρδη και διετέλεσε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”